ενιαυσιαίος — ἐνιαυσιαῑος, α, ον (AM) [ενιαυτός] 1. ενιαύσιος, ετήσιος, που γίνεται κάθε χρόνο («ἐνιαυσιαῑον ζῴδιον», «ἐνιαυσιαῑος κύκλος») 2. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῑον Λάιον», Απολλόδ.). επίρρ...… … Dictionary of Greek
ἐνιαυσιαῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυσιαῖον — ἐνιαυσιαῖος masc acc sg ἐνιαυσιαῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυσιαίων — ἐνιαυσιαῖος fem gen pl ἐνιαυσιαῖος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυσιαῖα — ἐνιαυσιαῖος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυσιαῖοι — ἐνιαυσιαῖος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυσιαίαις — ἐνιαυσιαῖος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυσιαίη — ἐνιαυσιαῖος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυσιαίοις — ἐνιαυσιαῖος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυσιαίου — ἐνιαυσιαῖος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυσιαίους — ἐνιαυσιαῖος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)