ἐνιαυσιαῖος

ἐνιαυσιαῖος
ἐνῐ-αυσιαῖος, α, ον, = sq. 111, Arist.Cat.5b5, D.S.11.69 (s.v.l.);
A

κύκλος Jul.Or.4.155b

;

χρόνος πμασπ. 159.20

(vi A.D.); ζῴδιον, = ἐνιαυτοῦ κύριον, Balbillus in Cat.Cod.Astr.8(4).240.
II = sq. 1,

ἄρνες J. AJ3.10.1

;

ἄμπελοι Gp.3.2.1

.
III = sq. 11, J.BJ2.16.4, Gp.2.44.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενιαυσιαίος — ἐνιαυσιαῑος, α, ον (AM) [ενιαυτός] 1. ενιαύσιος, ετήσιος, που γίνεται κάθε χρόνο («ἐνιαυσιαῑον ζῴδιον», «ἐνιαυσιαῑος κύκλος») 2. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῑον Λάιον», Απολλόδ.). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ἐνιαυσιαῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαῖον — ἐνιαυσιαῖος masc acc sg ἐνιαυσιαῖος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίων — ἐνιαυσιαῖος fem gen pl ἐνιαυσιαῖος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαῖα — ἐνιαυσιαῖος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαῖοι — ἐνιαυσιαῖος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίαις — ἐνιαυσιαῖος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίη — ἐνιαυσιαῖος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίοις — ἐνιαυσιαῖος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίου — ἐνιαυσιαῖος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίους — ἐνιαυσιαῖος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”